ἐμπαθεῖς

ἐμπαθεῖς
ἐμπαθής
in a state of emotion
masc/fem acc pl
ἐμπαθής
in a state of emotion
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κομμητάς, Στέφανος — (Κωφοί, Αλμυρός 1770; – Πέστη 1830;). Λόγιος, κληρικός και δάσκαλος. Συμπλήρωσε μόνος του τη μέτρια μόρφωσή του, στα σχολεία της πατρίδας του και του Πηλίου, μελετώντας ιδιαίτερα γραμματική και αρχαία κείμενα. Διακρίθηκε ως γραμματοδιδάσκαλος της …   Dictionary of Greek

  • Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”